- ακαταδίκαστος
- -η, -οαυτός που δεν καταδικάστηκε: Από τους κατηγορούμενους δεν έμεινε κανένας ακαταδίκαστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαταδίκαστος — η, ο (Μ ἀκαταδίκαστος, ον) [καταδικάζω] αυτός που δεν έχει καταδικαστεί νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπορούν να τόν καταδικάσουν «οι παράφρονες είναι ακαταδίκαστοι» 2. εκείνος που δεν μπορούν να τόν κατακρίνουν, ο άμεμπτος «... ακαταδίκαστο κορμί πώς … Dictionary of Greek
ἀκαταδίκαστον — ἀκαταδίκαστος indemnatus masc/fem acc sg ἀκαταδίκαστος indemnatus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταδικάστῳ — ἀκαταδίκαστος indemnatus masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάγνωστος — ἀκατάγνωστος, ον (AM) [καταγιγνώσκω] 1. ακατηγόρητος, ακαταδίκαστος 2. αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο ανεπίληπτος επίρρ. ἀκαταγνώστως κατά τρόπο ανεπίληπτο, αλλά και χωρίς εξαίρεση … Dictionary of Greek